ĉiela
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉiela | ĉielaj |
αιτιατική | ĉielan | ĉielajn |
ĉiela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉiela | ĉielaj |
αιτιατική | ĉielan | ĉielajn |
ĉiela (eo)