ĝardeno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ĝardeno < αγγλική garden, γερμανική Garten, γαλλική jardin, ιταλική giardino...

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĝardeno ĝardenoj
αιτιατική ĝardenon ĝardenojn

ĝardeno (eo)