Μετάβαση στο περιεχόμενο

ĝemi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ĝemi < ĝem + -i
ρήμα ĝemi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĝemas ĝemanta ĝemata
αόριστος ĝemis ĝeminta ĝemita
μέλλοντας ĝemos ĝemonta ĝemota
υποθετική ĝemus - -
προστακτική ĝemu - -

ĝemi (eo)