ĝemo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝemo | ĝemoj |
αιτιατική | ĝemon | ĝemojn |
ĝemo (eo)
- το βογκητό, το κλαψούρισμα