Μετάβαση στο περιεχόμενο

ĝenita

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ĝenita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ĝeni