ĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ĝi < λιθουανική ji

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /d͡ʒi/
 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ĝi (eo)

  • αυτό (χρησιμοποιείται για πράγματα ή για ζώα, όταν δεν ξέρουμε το φύλο)
mi prenos ĝin - (εγώ) θα το πάρω