ĝisdatigo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝisdatigo | ĝisdatigoj |
αιτιατική | ĝisdatigon | ĝisdatigojn |
ĝisdatigo (eo)