ĵo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵo | ĵoj |
αιτιατική | ĵon | ĵojn |
ĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵo | ĵoj |
αιτιατική | ĵon | ĵojn |
ĵo (eo)