łódka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
łódka < υποκοριστικό του łódź
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łódka (pl) θηλυκό
- η βαρκούλα, το βαρκάκι
- (γενικότερα) η βάρκα