ładunek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ładunek (pl) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ładować
ładunek (pl) αρσενικό
→ δείτε τη λέξη ładować