łodyga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | łodyga | łodygi |
γενική | łodygi | łodyg |
δοτική | łodydze | łodygom |
αιτιατική | łodygę | łodygi |
οργανική | łodygą | łodygami |
τοπική | łodydze | łodygach |
κλητική | łodygo | łodygi |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łodyga (pl) θηλυκό