łodyga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łodyga łodygi
γενική łodygi łodyg
δοτική łodydze łodygom
αιτιατική łodygę łodygi
οργανική łodygą łodygami
τοπική łodydze łodygach
κλητική łodygo łodygi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɔˈdɨɡa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

łodyga (pl) θηλυκό