Μετάβαση στο περιεχόμενο

œillade

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
œillade œillades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

œillade (fr) θηλυκό