œnologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- œnologue < œno(logie) + -logue, œno- + -logue < αρχαία ελληνική οἶνος + -λόγος
- œnologue > νέα ελληνικά: οινολόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
œnologue (fr) αρσενικό