ślimak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: slimák, slimāk

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ślimak < παλαιά πολωνική ślimak < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *slimakъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɕli.mak/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ślimak (pl) αρσενικό

  1. (ζώο) σαλιγκάρι, γυμνοσάλιαγκας
  2. (γαστρονομία) σαλιγκάρια μαγειρεμένα, εσκαργκό