ślimak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ślimak < παλαιά πολωνική ślimak < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *slimakъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ślimak (pl) αρσενικό
- (ζώο) σαλιγκάρι, γυμνοσάλιαγκας
- (γαστρονομία) σαλιγκάρια μαγειρεμένα, εσκαργκό