środki produkcji
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη środek (pl) και produkcja (pl)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
środki produkcji (pl) αρσενικό