Μετάβαση στο περιεχόμενο

ŝanĝiĝonta

Από Βικιλεξικό

ŝanĝiĝonta

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ŝanĝiĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος ŝanĝiĝi