ŝanceliĝota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ŝanceliĝota

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ŝanceliĝota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ŝanceliĝi