ŝarĝito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝarĝito | ŝarĝitoj |
αιτιατική | ŝarĝiton | ŝarĝitojn |
ŝarĝito (eo)
- υπεύθυνος, που ασχολείται με κάτι, που του έχουν αναθέσει μια υπόθεση