ŝlosilo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝlosilo | ŝlosiloj |
αιτιατική | ŝlosilon | ŝlosilojn |
ŝlosilo (eo)
- το κλειδί