ŝmink-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ŝmink- < γερμανική Schminke

Ρίζα[επεξεργασία]

ŝmink- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μακιγιάζ

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]