ŝnur-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ŝnur- < γερμανική Schnur

Ρίζα[επεξεργασία]

ŝnur- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: σκοινί

Παράγωγα[επεξεργασία]