Μετάβαση στο περιεχόμενο

ŝoki

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ŝoki < ŝok- + -i
ρήμα ŝoki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝokas ŝokanta ŝokata
αόριστος ŝokis ŝokinta ŝokita
μέλλοντας ŝokos ŝokonta ŝokota
υποθετική ŝokus - -
προστακτική ŝoku - -

ŝoki (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

sxoki, shoki, s'oki