ŝoko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝoko | ŝokoj |
αιτιατική | ŝokon | ŝokojn |
ŝoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝoko | ŝokoj |
αιτιατική | ŝokon | ŝokojn |
ŝoko (eo)