ŝraŭbturnilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝraŭbturnilo | ŝraŭbturniloj |
αιτιατική | ŝraŭbturnilon | ŝraŭbturnilojn |
ŝraŭbturnilo (eo)
- το κατσαβίδι