ŝtelado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtelado | ŝteladoj |
αιτιατική | ŝteladon | ŝteladojn |
ŝtelado (eo)
- η κλοπή