ŝtrumpeto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtrumpeto | ŝtrumpetoj |
αιτιατική | ŝtrumpeton | ŝtrumpetojn |
ŝtrumpeto (eo)
- η κάλτσα