ŝtrumpo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtrumpo | ŝtrumpoj |
αιτιατική | ŝtrumpon | ŝtrumpojn |
ŝtrumpo (eo)
- η κάλτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtrumpo | ŝtrumpoj |
αιτιατική | ŝtrumpon | ŝtrumpojn |
ŝtrumpo (eo)