ŝuisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝuisto | ŝuistoj |
αιτιατική | ŝuiston | ŝuistojn |
ŝuisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝuisto | ŝuistoj |
αιτιατική | ŝuiston | ŝuistojn |
ŝuisto (eo)