Μετάβαση στο περιεχόμενο

şeker

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɛˈceɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: şeker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

şeker (tr)

  1. η ζάχαρη
  2. η καραμέλα
     συνώνυμα: şekerleme
  3. (κατ’ επέκταση, ιατρική) διαβήτης, σακχαροδιαβήτης
     συνώνυμα: şeker hastalığı, diyabet
  4. (κατ’ επέκταση) το γλειφιτζούρι
     συνώνυμα: lolipop

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]