źródłowy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʑrudˈwɔvɨ/

Επίθετο[επεξεργασία]

źródłowy (pl)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • αναφέρεται για τον πηγαίο που δεν σχετίζεται με υδάτινη πηγή. Για τον πηγαίο που σχετίζεται με υδάτινη πηγή δείτε źródlany

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]