źrenica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | źrenica | źrenice |
γενική | źrenicy | źrenic |
δοτική | źrenicy | źrenicom |
αιτιατική | źrenicę | źrenice |
οργανική | źrenicą | źrenicami |
τοπική | źrenicy | źrenicach |
κλητική | źrenico | źrenice |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
źrenica (pl) θηλυκό
- η κόρη του ματιού