żółć
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]żółć (pl) θηλυκό
- (ιατρική) η χολή (υγρό)
- (μεταφορικά) η χολή (κακία)
- (σπάνια) το κίτρινο (χρώμα)
żółć (pl) θηλυκό