żółć

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

żółć (pl) θηλυκό

  1. (ιατρική) η χολή (υγρό)
  2. (μεταφορικά) η χολή (κακία)
  3. (σπάνια) το κίτρινο (χρώμα)