ženskar
Εμφάνιση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʒěnskaːr/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : žen‐skar
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ženskar (sh) (κυριλλική γραφή: женскар) αρσενικό
- ο γυναικάς
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του ženskar
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ženskar | ženskari |
γενική | ženskara | ženskara |
δοτική | ženskaru | ženskarima |
αιτιατική | ženskara | ženskare |
κλητική | ženskaru | ženskari |
τοπική | ženskaru | ženskarima |
οργανική | ženskarom | ženskarima |