Άβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άβα | οι | Άβες |
γενική | της | Άβας | — | |
αιτιατική | την | Άβα | τις | Άβες |
κλητική | Άβα | Άβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Άβα < αρχαία ελληνική Ἄβα
- ως ξενικό όνομα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Ava < Eva < λατινική Eva < αρχαία ελληνική Εὔα < αρχαία εβραϊκή חַוָּה (khavá)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐βα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Άβα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις νύμφες της ελληνικής μυθολογίας
- γυναικείο όνομα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Άβα Γκάρντνερ (Ava Gardner) στη Βικιπαίδεια , 1922-1990, αμερικανίδα ηθοποιός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Άβα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - ονόματα από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)