Άβδηρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἄβδηρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Άβδηρα
      γενική των Αβδήρων
    αιτιατική τα Άβδηρα
     κλητική Άβδηρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Άβδηρα < αρχαία ελληνική Ἄβδηρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.vði.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ά‐βδη‐ρα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άβδηρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]