Άγγλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άγγλος
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Άγγλος Αγγλίδα Άγγλοι Αγγλίδες
γενική Άγγλου Αγγλίδας Άγγλων Αγγλίδων
αιτιατική Άγγλο Αγγλίδα Άγγλους Αγγλίδες
κλητική Άγγλε Αγγλίδα Άγγλοι Αγγλίδες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Άγγλος < μεσαιωνική ελληνική Άγγλος < Αγγλία < υστερολατινική Anglia < Angli < Anglus < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Άγγλος αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αγγλία
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι απόλυτα συνεπής και ακριβής στα ραντεβού του

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]