Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άγγλος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: άγγλος
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Άγγλος Αγγλίδα Άγγλοι Αγγλίδες
γενική Άγγλου Αγγλίδας Άγγλων Αγγλίδων
αιτιατική Άγγλο Αγγλίδα Άγγλους Αγγλίδες
κλητική Άγγλε Αγγλίδα Άγγλοι Αγγλίδες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Άγγλος < μεσαιωνική ελληνική Ἄγγλος < Ἄγγλία < υστερολατινική Anglia < Angli < Anglus < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaŋ.glos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άγγλος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Άγγλος αρσενικό (θηλυκό Αγγλίδα)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αγγλία
     Ο Τζον είναι Άγγλος και κατάγεται από το Λονδίνο, αλλά έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχει μάθει να μιλάει πολλές γλώσσες.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]