Άλδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άλδος οι Άλδοι
      γενική του Άλδου των Άλδων
    αιτιατική τον Άλδο τους Άλδους
     κλητική Άλδε Άλδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Άλδος < (καθαρεύουσα) Ἂλδος εξελληνισμένη μορφή από την ιταλική Aldo < αγγλική Aldous < πρωτογερμανικής προέλευσης, εκλατινισμένο Aldus, ιδίως αναφορικά με τον Ιταλό ουμανιστή Aldo Manuzio (Άλδος Μανούτιος, 1449/1452-1515· λατινιστί: Aldus Manutius).

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άλδος αρσενικό

  1. (ειδικότερα, ιστορία) ο Ιταλός ουμανιστής της Βενετίας Άλδος Μανούτιος
    ※  Οι γονείς των παιδιών που αναχωρούν δια την Ενετίαν λέγουν: «Πηγαίνουν στου Άλδου το σχολειό»
    Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄. Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου, ²1940, σ. 20.
  2. (γενικότερα, παρωχημένο) ανδρικό όνομα, ο Άλντο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]