Άμλετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Άμλετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική Hamlet
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Άμλετ αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Άμλετ στη Βικιπαίδεια