Άμμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άμμων οι Άμμονες
      γενική του Άμμονος των Αμμόνων
    αιτιατική τον Άμμονα τους Άμμονες
     κλητική Άμμων
Άμμον*
Άμμονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και την κλίση για τη νεότερη μορφή Άμμονας.
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Άμμων < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακά jmn

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άμ‐μων

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άμμων αρσενικό

  1. (αιγυπτιακή μυθολογία) αρχαίος αιγύπτιος θεός
  2. ανδρικό όνομα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]