Άννυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Άννυ
      γενική της Άννυς
    αιτιατική την Άννυ
     κλητική Άννυ
όπως «Βίκυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Άννυ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Anny < Annie < υποκοριστικό του Ann

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άννυ θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη Άννα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]