Έβερτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Έβερτ < άμεσο δάνειο από τη γερμανική Ebert (το επώνυμο Έμπερτ ως ελληνικό, από την περίοδο της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Έβερτ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Άγγελος Έβερτ στη Βικιπαίδεια (1894-1970), Έλληνας αστυνομικός, που διετέλεσε αρχηγός του Σώματος
- Μιλτιάδης Έβερτ στη Βικιπαίδεια (1939-2011), Έλληνας πολιτικός, γιος του προηγούμενου
Μεταγραφές[επεξεργασία]
ως ελληνικό επώνυμο: