Έλλην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἕλλην

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Έλλην: αρχαία ελληνική Ἕλλην

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Έλλην αρσενικό

  1. (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) ο Έλληνας όπως στα αρχαία ελληνικά
  2. (ελληνική μυθολογία) ο Έλληνας, γιος του Δευκαλίωνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]