Έρση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Έρση < αρχαία ελληνική Ἔρση < ἕρση, ομηρικό ἐέρση, δωρ. ἕρσα (=δροσιά). Συγγενικό με το ἄρδω ( ποτίζω), μελλ. ἄρσω (> ἄρση > ἕρση) και με το οὐρέω (ουρώ), μελλ. οὐρήσω. Επίσης, στα αρχαία ινδικά varsam (βροχή).
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Έρση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Έρση
|