Ίβηρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ίβηρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ίβηρας

  1. ο κάτοικος της Ιβηρικής χερσονήσου
  2. (σπάνιο) ο καταγόμενος από τη Γεωργία του Καυκάσου
    Μονή Ιβήρων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]