Ίσθμια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ίσθμια
      γενική των Ισθμίων
    αιτιατική τα Ίσθμια
     κλητική Ίσθμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ίσθμια < αρχαία ελληνική Ἴσθμια

Επίθετο[επεξεργασία]

Ίσθμια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ιστορία) αγώνες που λάμβαναν μέρος στον Ισθμό της Κορίνθου στην αρχαιότητα, από το 582 π.Χ. μέχρι, πιθανότατα, τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]