Όλιβερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Όλιβερ < από το γαλλικό Olivier ίσως από τη μεσαιωνική λατινική λεξη olivarius (ελαιόδενδρο) ή από το αρχαίο σκανδικαβικό Óleifr (προγονικός, αρχαίος), από το οποίο έχει επίσης προκύψει το σημερινό Olaf και Olof
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Όλιβερ αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Όλιβερ
|