ΑΔΜΗΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΑΔΜΗΕ < Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΑΔΜΗΕ αρσενικό ακρωνύμιο