Αγαμέμνονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αγαμέμνονας < αρχαία ελληνική Ἀγαμέμν(ων) + -ονας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αγαμέμνονας αρσενικό