Αγγειόσπερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Αγγειόσπερμα | ||
γενική | των | Αγγειόσπερμων & Αγγειοσπέρμων | ||
αιτιατική | τα | Αγγειόσπερμα | ||
κλητική | Αγγειόσπερμα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αγγειόσπερμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειόσπερμος < αγγειό- + σπέρμ(α) + -ος, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Angiospermae
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αγγειόσπερμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - συνομοταξία: η μεγαλύτερη συνομοταξία του φυτικού βασιλείου (Angiospermae), που σήμερα περιλαμβάνουν το 85% των φυτών που υπάρχουν στη γη. Είναι ανώτερα φυτά καθώς έχουν εμφανή σπόρια και εντυπωσιακά τις περισσότερες φορές άνθη. Χωρίζονται σε μονοκοτυλήδονα και δικοτυλήδονα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- γυμνόσπερμα φυτά
[επεξεργασία]
- αγγειόσπερμος
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και σπέρμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αγγειόσπερμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειό- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Φυτά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - συνομοταξίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)