Αγδινιώτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αγδινιώτισσα < Αγδινιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣðiˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γδι‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αγδινιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αγδινιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Αγδίνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αγδίνες
Αγδινιώτισσα
|